Μετά από τρία ολόκληρα χρόνια δοκιμών και προσπαθειών, η υπερφυσική έμπνευσή του ολοκληρώθηκε! Η απόφασή του να προχωρήσει σε μια τέτοια ενέργεια, που ξεπερνούσε κατά πολύ τα μέχρι εκείνη τη στιγμή δεδομένα της επιστήμης, ήταν η απώλεια του αδελφού του, του Τούλη. Ο άτυχος εκείνος νέος, είχε δολοφονηθεί μέσα στο σπίτι του και η αρμόδια αστυνομική υπηρεσία δεν είχε καταφέρει να βρει τον δολοφόνο. Έτσι, ο Ντόρης, αποφάσισε να γίνει εκείνος ερευνητής, δημιουργώντας έναν πρωτότυπο και μη ανιχνεύσιμο ντετέκτιβ, όχι μόνο για την ανακάλυψη του δολοφόνου του αδελφού του, αλλά και για επιδοθεί γενικότερα στη διερεύνηση εγκλημάτων. Τελικά, οι αμέτρητες ώρες πειραμάτων και πρακτικών εφαρμογών, έφεραν το ποθούμενο αποτέλεσμα. Εκείνο το απόγευμα, η τελική δοκιμή του δημιουργήματός του, θα του επιβεβαίωνε ότι πλέον ήταν όλα έτοιμα, για να θέσει με απόλυτη ασφάλεια σε εφαρμογή την μεγαλόπνοη, την απίθανη για τα ανθρώπινα δεδομένα, εφεύρεσή του. Φόρεσε την πολυσύνθετη και αρκετά βαριά στολή του, λόγω των πολλών μηχανισμών που βρίσκονταν επάνω της, ρύθμισε το μικροσκοπικό πληκτρολόγιο που αναπαυόταν στο αριστερό του μανίκι, και προχώρησε στην τελική δοκιμή. Πρώτα πίεσε το πλήκτρο που ενεργοποιούσε την εξαφάνισή του από τα ανθρώπινα μάτια, βεβαιώθηκε ότι λειτουργούσε σωστά και προχώρησε στη δεύτερη ενέργειά του, που δεν ήταν άλλη από την αυτόματη μεταφορά του σε όποιο μέρος του πλανήτη επιθυμούσε!
Επέλεξε να μεταβεί στο εξοχικό του στη Χαλκιδική. Ρύθμισε τις γεωγραφικές συντεταγμένες, πίεσε το πλήκτρο λειτουργίας και την ίδια σχεδόν στιγμή βρέθηκε στην αυλή του εξοχικού του. Μόνο που δεν τρελάθηκε από τη χαρά του! Η στολή του, το θαυμαστό εκείνο δημιούργημα της επιστήμης και της τεχνολογίας, λειτουργούσε άψογα! Βγήκε από την αυλή και κατευθύνθηκε προς το κέντρο του χωριού, περνώντας μπροστά από μερικούς γνωστούς του, κανένας όμως δεν τον είδε, κανένας από αυτούς δεν αντιλήφθηκε την παρουσία του, αποδείχνοντας έμπρακτα ότι η στολή του τον καθιστούσε αόρατο. Διαπιστώνοντας λοιπόν ότι όλα ήταν έτοιμα για την αποστολή που είχε κατά νου, επέστρεψε στην Αθήνα.
Γνωρίζοντας, από τις έρευνες που είχαν γίνει, ότι η δολοφονία του αδελφού του μέσα στο ίδιο του το σπίτι δεν είχε γίνει από κάποιον άγνωστο ληστή, καθώς τίποτα μέσα εκεί δεν είχε πειραχτεί, δεν είχε κλαπεί. Επομένως, ήταν φανερό ότι το κίνητρο του δράστη δεν ήταν η ληστεία, αλλά κάτι που είχε σχέση με προσωπικές διαφορές. Θα ξεκινούσε λοιπόν την έρευνά του από το άδειο πλέον σπίτι του αδελφού του, αφού εκείνος δεν είχε οικογένεια, ούτε συζούσε με κάποια γυναίκα.
Το αμέσως επόμενο λεπτό, βρισκόταν έξω από την πολυκατοικία, όπου βρισκόταν το μικρό διαμέρισμα του ισογείου. Βεβαιώθηκε ότι δεν υπήρχε κανείς στην είσοδο και ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκε μέσα. Ο χώρος ήταν σκοτεινός και τρισάθλιος, αφού είχε να καθαριστεί τρία χρόνια, αλλά ο Ντόρης δεν άνοιξε παράθυρα, ούτε φώτα, για να μην γίνει αντιληπτή η παρουσία του. Έκανε μια μικρή επιθεώρηση σε όλο το χώρο του σαλονιού, βοηθούμενος από το φως του κινητού του, αλλά δεν βρήκε κάτι. Προχώρησε στην κρεβατοκάμαρα και, καθώς έψαχνε στα συρτάρια, βρήκε ένα σημειωματάριο. Το θεώρησε ενδιαφέρον και, αφού πρώτα το έχωσε στην τσέπη του, επέστρεψε πάλι στο σπίτι του.
Εξετάζοντας το σημειωματάριο του αδελφού του, ανακάλυψε κάτι που του δημιούργησε μεγάλη απορία. Ανάμεσα στις σημειώσεις αναφερόταν συχνά η λέξη ΝΤΑΡΙΑ, συνοδευόμενη πάντα από κάποιον αριθμό. Δεν ήξερε αν αυτό ήταν όνομα ανθρώπου ή εταιρίας, ούτε αν οι αριθμοί αφορούσαν χρηματικά ποσά, γι' αυτό θα το έψαχνε. Μπήκε μέσα στον υπολογιστή και αναζήτησε το όνομα, αλλά δεν εμφανιζόταν κάτι. Υποψιάστηκε ότι μάλλον επρόκειτο για μικρό γυναικείο όνομα και άρχισε το ψάξιμο στο φέισμπουκ. Τελικά, μισή ώρα αργότερα, βρήκε μια σελίδα με το όνομα Παπούα Ντάρια. Επιδόθηκε τότε με προσοχή στη μελέτη του προφίλ αυτής της γυναίκας, διαπιστώνοντας ότι πρόκειται για κάποια που σχετιζόταν με κυκλώματα πορνείας και δανεισμού. Κατάλαβε τότε ότι ο αδελφός του είχε μπλέξει σε αυτό το κύκλωμα, κι ότι μάλλον κάποιος από εκεί μέσα τον είχε καθαρίσει, πώς όμως θα το αποδείκνυε, τρία ολόκληρα χρόνια μετά, και μάλιστα χωρίς άλλα στοιχεία;
Έψαξε στη λίστα των φίλων αυτής της γυναίκας, ελπίζοντας ότι ανάμεσά τους, ίσως βρισκόταν και κάποιος που γνώριζε τον Τούλη. Δέκα λεπτά αργότερα, τον είχε βρει και αυτόν. Μεταξύ των φίλων της Ντάρια συγκαταλεγόταν και ο Μάκης Τζούτζουρας, φίλος του Τούλη, αλλά και δικός του γνωστός. Μπήκε και στο προφίλ του Μάκη και άρχισε να διαβάζει τις αναρτήσεις του. Παραδόξως, η τελευταία δημοσίευσή του ήταν δύο ολόκληρους μήνες πριν, κι αυτό ήταν κάτι που δεν τον βοήθησε. Η Ντάρια όμως ανέβαζε καθημερινά αρκετές δημοσιεύσεις, χιουμοριστικού και σεξουαλικού κυρίως χαρακτήρα. Από τις φωτογραφίες που είδε, κατάλαβε ότι ήταν θαμώνας σε κάποιο στέκι στην Κηφισιά. Βρήκε λοιπόν τι θα έκανε. Θα πήγαινε εκεί το βράδυ, με την αόρατη ιδιότητά του, και θα την παρακολουθούσε μέχρι να φύγει και να πάει σπίτι της. Με αυτόν τον τρόπο θα μάθαινε που μένει και θα μπορούσε έτσι να ψάξει για στοιχεία. Παράλληλα, της έκανε και αίτημα φιλίας, για να δει την αντίδρασή της, μόλις εκείνη καταλάβαινε ότι επρόκειτο για τον αδελφό του μακαρίτη του Τούλη.
Αργά το βράδυ, μετά το δείπνο, φόρεσε τη στολή του και πετάχτηκε στην Κηφισιά. Βεβαιώθηκε ότι η Ντάρια βρισκόταν μέσα στο μαγαζί και στήθηκε απ' έξω να την περιμένει. Στο πρωινό του αίτημα φιλίας δεν είχε απαντήσει, αλλά αυτό προς το παρόν δεν τον απασχολούσε. Δύο ώρες κράτησε η αναμονή. Όταν την είδε να βγαίνει μόνη της, απλώς αναρωτήθηκε πώς θα έφευγε για το σπίτι της. Βλέποντάς την να μπαίνει σε κάποιο αυτοκίνητο, που ήταν παρκαρισμένο λίγο πιο πέρα, κρύφτηκε πίσω από μια γωνία και ενεργοποίησε την εμφάνισή του. Ύστερα, σταμάτησε ένα διερχόμενο ταξί και είπε στον οδηγό να ακολουθήσει το αυτοκίνητο της Ντάριας, που είχε ήδη ξεκινήσει.
Έφτασαν στο Ν. Ηράκλειο και η Ντάρια μπήκε μέσα σε ένα πάρκινγκ πολυκατοικίας, λίγο πιο πάνω από τον σταθμό του ηλεκτρικού. Το ταξί σταμάτησε αρκετά πιο πάνω και, μόλις έφυγε, ο Ντόρης ενεργοποίησε την αόρατη ιδιότητά του, έβαλε σε λειτουργία και το αόρατο κινητό του, και περίμενε την Ντάρια. Όταν εκείνη εμφανίστηκε και άνοιξε την εξώπορτα, ο Ντόρης την ακολούθησε στον ανελκυστήρα. Δεν μπήκε μέσα μαζί της, αλλά περίμενε να δει σε ποιον όροφο θα σταματούσε. Όταν είδε ότι έφτασε στον τρίτο όροφο, ανέβηκε επάνω από τις σκάλες. Διάβασε τα ονόματα στα κουδούνια, είδε ποιο ήταν το δικό της διαμέρισμα και δεν άργησε να χωθεί μέσα. Τραβήχτηκε σε μια άκρη του μεγάλου σαλονιού και περίμενε να εμφανιστεί. Εκείνη βγήκε από το μπάνιο, φορώντας το νυχτικό της και κάθισε στον καναπέ. Αγνοώντας ότι βρισκόταν και άλλος άνθρωπος εκεί μέσα, πήρε το κινητό της και κάλεσε κάποιον, για να μιλήσει.
"Έλα, Μάκη, τι κάνεις;", την άκουσε να λέει. "Τώρα μόλις γύρισα από το μπαρ. Πού να σου τα λέω; Ξέρεις ποιος μου έκανε αίτημα φιλίας σήμερα στο φ/μ; Ο αδελφός του Τούλη. Μπορείς να μου πεις τι στο διάβολο θέλει ο μαλάκας; Λες να κατάλαβε ότι εμείς τον φάγαμε; Αλλά και να το κατάλαβε, δεν υπάρχουν στοιχεία, δεν μπορεί να το αποδείξει. Μήπως όμως θα ήταν φρόνιμο να τον καθαρίσουμε κι αυτόν, για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο;"
Ο Ντόρης δεν χρειάστηκε να ακούσει περισσότερα. Είχε ήδη καταγράψει με το υπερσύγχρονο κινητό του όλη τη συνομιλία εκείνου του θηλυκού τέρατος και φρόντισε να εξαφανιστεί και να επιστρέψει στο σπίτι του. Την επόμενη κιόλας ημέρα θα παρέδιδε το βίντεο στην αρμόδια αστυνομική υπηρεσία, για να συλλάβει αυτά τα δυο καθάρματα, που είχαν σκοτώσει τον αγαπημένο του αδελφό!